Ισμαρις

Ισμαρις
    Ἰσμαρίς
    Ἰσμᾰρίς
    -ίδος ἥ (sc. λίμνη) Исмарида (озеро во Фракии) Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Ισμαρις" в других словарях:

  • Ἰσμαρίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσμαρίδα — Ἰσμαρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσμαρίδες — Ἰσμαρίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσμαρίδος — Ἰσμαρίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρύμη — I Αρχαιότατη αποικία των Θασίων στη Θράκη. Αποτελούσε προάστιο της Μεσημβρίας, από την οποία χωριζόταν με τον ποταμό Λίσο, ο οποίος στέρεψε όταν πέρασε από κει ο περσικός στρατός γιατί, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, «... ουκ αντέσχε το ύδωρ παρέχων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»